- τζοβαΐρι
- και τζιβαέρι, το, Ν(παλ. τ.)1. πολύτιμος λίθος2. κόσμημα3. φρ. «τζοβαΐρι μου» — στολίδι μου, θησαυρέ μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cevahir].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζοβαΐρι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. πετράδι, κόσμημα. 2. πληθ., τζοβαΐρικα κοσμήματα, χρυσαφικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζεβαΐρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek
τζιβαέρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek
τζοβαϊρικά — τα, Ν (παλ. τ.) πολύτιμα κοσμήματα, χρυσαφικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζοβαΐρι «κόσμημα, πολύτιμος λίθος» + κατάλ. ικά (πληθ. ουδ. τής κατάλ. ικός), πρβλ. χρυσαφ ικά] … Dictionary of Greek
τσοβαΐρι — το, Ν βλ. τζοβαΐρι … Dictionary of Greek